υψιπέτηλος

υψιπέτηλος
-ον, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑψιπέτηλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπέτηλον — ὑψιπέτηλος masc/fem acc sg ὑψιπέτηλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετήλοις — ὑψιπέτηλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπετήλου — ὑψιπέτηλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπέτηλα — ὑψιπέτηλος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • υψιπέταλος — και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, ον, Α (κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ πέταλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”